Φεζ

Φεζ
(αραβικά Φας). Πόλη (941.800 κατ.) του βόρειου Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.659.900 κάτ., 19.795 τ. χλμ.). Χτισμένη σε μια εύφορη και πλούσια σε νερά κόγχη κοντά στους βόρειους πρόποδες του Μέσου Άτλαντα, η πόλη κατέχει θαυμάσια θέση στη διασταύρωση εμπορικών αρτηριών μεγάλης διακίνησης, που συνδέουν τον Ατλαντικό με τη Μεσόγειο και το βόρειο τμήμα της χώρας με τις περιοχές της Σαχάρας. Έχει τρεις χωριστούς αστικούς πυρήνες: ο αρχαιότερος, η Φεζ ελ-Μπάλι, ιδρύθηκε στις αρχές του 9ου αι. στο βαθύπεδο του Ουάντι Φεζ (αριστερού παραποτάμου του Σεμπού) και διατηρεί σπουδαία λείψανα της εποχής, μεταξύ των οποίων το τείχος και το τέμενος Καραουιγίν, έδρα ενός περίφημου μουσουλμανικού πανεπιστημίου· μεταγενέστερος πυρήνας είναι η Φες ελ-Τζεντίντ, που χτίστηκε τον 13o αι. σε ένα υψίπεδο ΝΔ του προηγούμενου και περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων το ανάκτορο του σουλτάνου· και, τέλος, η σύγχρονη πόλη, καθαρά ευρωπαϊκού χαρακτήρα, που άρχισε να αναπτύσσεται μετά τη γαλλική κατάκτηση του Μαρόκου (προτεκτοράτο το 1912) και στην οποία βρίσκονται οι αστικές, εμπορικές και βιομηχανικές συνοικίες. Σημαντικότατη γεωργική αγορά, έδρα πολυάριθμων βιομηχανικών ειδών διατροφής και ακμαίας βιοτεχνίας (χαλιά, είδη αργυροχοΐας κλπ.), η Φ. αποτελεί προπάντων το μεγαλύτερο κέντρο της χώρας, της οποίας είναι μια από τις τέσσερις ιστορικές πρωτεύουσες (οι άλλες τρεις είναι οι Μεκνές, Μαρακές και Ραμπάτ). Στον περίφημο γλύπτη Φειδία ανατέθηκαν οι γλυπτικές διακοσμήσεις του Παρθενώνα, που χρονολογούνται μεταξύ 447 και 438 π.Χ. (φωτ. ΑΠΕ). H αυλή του τζαμιού Καραουιγίν, κορυφαίο αρχιτεκτονικό αξιοθέατο στο Φεζ του Μαρόκου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • φέσι — Ψηλό, κυλινδρικό και συνήθως κόκκινο κάλυμμα του κεφαλιού. Η χρησιμοποίησή του καθιερώθηκε για πρώτη φορά στους Τούρκους από τον σουλτάνο Ορχάν (1328–30) και διήρκησε έως το 1925, οπότε καταργήθηκε από τον Κεμάλ Ατατούρκ. Οι Τούρκοι το θεωρούσαν… …   Dictionary of Greek

  • χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… …   Dictionary of Greek

  • Αβεμπάτσε — (Avempace, 11ος αι.).Ισπανοάραβας φιλόσοφος, επιστήμονας και ποιητής. Αν και έφτασε σε διάφορα υψηλά αξιώματα, τελικά έπεσε σε δυσμένεια για τις φιλελεύθερες ιδέες του. Αργότερα τον προσέλαβαν ως γιατρό στα ανάκτορα του Φεζ, όπου κάποιος… …   Dictionary of Greek

  • Αλμοραβίδες — (Al Moravids). Θρησκευτική και στρατιωτική αδελφότητα που ίδρυσε στη Σενεγάλη ο Αμπντουλάχ Ιμπν Γιασίν κατά τα μέσα του 11ου αι. για να διαδώσει τον ισλαμισμό στους Βερβέρους και τους ιθαγενείς της Αφρικής. Υπό την ηγεσία του Γιουσούφ Μπεν Ταφσίν …   Dictionary of Greek

  • Βερβερία — Γενική ονομασία που είχε επικρατήσει παλιότερα για το τμήμα της βορειοδυτικής Αφρικής το οποίο περιλάμβανε τις περιοχές της Τριπολίτιδας (στη Λιβύη), της Τύνιδας, της Αλγερίας και του Μαρόκου, που βρίσκονταν μεταξύ της Αιγύπτου, της Μεσογείου,… …   Dictionary of Greek

  • Ιμπν Μπατούτα — (Ibn Batuta,Ταγγέρη 1304 – Φεζ 1377). Άραβας περιηγητής. Είναι γνωστός και ως «ο ταξιδευτής του Ισλάμ». Πραγματοποίησε πολυάριθμα ταξίδια στον ισλαμικό κόσμο, στην κεντρική και νότια Ασία και στην Άπω Ανατολή, για τα οποία άφησε ακριβείς… …   Dictionary of Greek

  • Λέων ο Αφρικανός — (Χασάν Ιμπν Μοχάμαντ αλ Μπαζάν, 1494 – 1552;). Άραβας γεωγράφος. Καταγόταν από οίκο ευγενών της Γρενάδα. Μετά την κατάλυση του αραβικού κράτους στην Ισπανία, σπούδασε στο Φεζ και στη συνέχεια ταξίδεψε στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία.… …   Dictionary of Greek

  • Μαρακές — (Marrakesh / Marrakech). Πόλη (672.506 κάτ. το 1994) του κεντροδυτικού Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (31.160 τ. χλμ., 2.951.000 κάτ. το 2000). To M. είναι η τέταρτη σε πληθυσμό πόλη της χώρας, ενώ αποτελεί σημαντικό εμπορικό και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”